παππία — παππίᾱ , παππίας dear little papa masc nom/voc/acc dual παππίας dear little papa masc voc sg παππίᾱ , παππίας dear little papa masc voc sg (attic) παππίᾱ , παππίας dear little papa masc gen sg (doric aeolic) παππίας dear little papa masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παππίας — παππίᾱς , παππίας dear little papa masc acc pl παππίᾱς , παππίας dear little papa masc nom sg (attic epic doric aeolic) παππίᾱς , παππίης masc acc pl παππίᾱς , παππίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παππίαν — παππίᾱν , παππίας dear little papa masc acc sg (attic epic doric aeolic) παππίας dear little papa masc acc sg παππίᾱν , παππίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) παππίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυδιανός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Διοκλητιανού (284 305). Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Καταγόταν από την Αίγυπτο και μαρτύρησε επί Νουμεριανού, το 283, μαζί με τους Διόδωρο, Βίκτορα, Βικτωρίνο … Dictionary of Greek
παππίζω — Α [πάππος] (κωμ. λ.) φωνάζω τον πατέρα χαϊδευτικά παππία, πατερούλη … Dictionary of Greek
Βικτωρίνος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Κόρινθο. Μαρτύρησε στα χρόνια του Δέκιου (249 251) μαζί με τους Κλαύδιο, Νικηφόρο και Βίκτορα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιανουαρίου. 2. Θανατώθηκε με αποκεφαλισμό μαζί με τους… … Dictionary of Greek
Λουκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο μάρτυρας. Μαρτύρησε επί Λικινίου (307 323), με ξίφος, στην πόλη των Τομέων της Σκυθίας μαζί με τον Ζωτικό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο μάρτυρας. Ήταν πρεσβύτερος στην… … Dictionary of Greek
Περεγρίνος — I Κυνικός φιλόσοφος του 2ου αι. μ.Χ., από το Πάριο της Μ. Ασίας· γνωστός και ως Π. ο Πρωτεύς. Βιογραφικά στοιχεία του βρίσκονται στα σατιρικά έργα του Λουκιανού Περί της Περεγρίνου τελευτήςκαιΔημώναξ. Ο Λουκιανός τον κατηγορεί για μοιχεία,… … Dictionary of Greek
Πομπήιος — I Όνομα ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων με τρεις διαφορετικούς κλάδους. Το 141 π.Χ. η οικογένεια έγινε «ευγενής». 1. Γναίος Πομπήιος Στράβων. Στρατηγός, που ως ύπατος έκανε επιτυχή εκστρατεία στον Κοινωνικό ή Συμμαχικό Πόλεμο. Ψήφισε τον Πομπήιο… … Dictionary of Greek
Σατορνίνος — Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στην Κρήτη επί Δέκιου (249 251) με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Θεόδουλο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπον, Βασιλίδη και Ευάρεστο. Η μνήμη του τιμάται την 23η Δεκεμβρίου. 2.… … Dictionary of Greek